μιχλαντώ
(ρ.)
μιχλαdώ
[mixlaˈdo]
Σίλ.
Μτχ.
μιχλαντζημένου
[mixlandziˈmenu]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. mihlamak = καρφώνω και παθ. mihlanmak = είμαι καρφωμένος.
Καρφώνω
:
Αϊνάς σ’ ένα τσούχου μιχλαντζημένου ’ναι
(Ο καθρέφτης είναι καρφωμένος σ' έναν τοίχο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
καρφώνω