ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μιχλαντώ (ρ.) μιχλαdώ [mixlaˈdo] Σίλ. Μτχ. μιχλαντζημένου [mixlandziˈmenu] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. mihlamak = καρφώνω και παθ. mihlanmak = είμαι καρφωμένος.
Καρφώνω : Αϊνάς σ’ ένα τσούχου μιχλαντζημένου ’ναι (Ο καθρέφτης είναι καρφωμένος σ' έναν τοίχο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. καρφώνω