μίτσικκα
(επίρρ.)
μούτσικκα
[ˈmutsika]
Σίλ.
Από το επίθ. μιτσίκκος, όπου και τύπ. μούτσικκος, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Λίγο σε ποσότητα
Σίλ.