ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μνημονεύω (ρ.) μνημονεύω [mnimoˈnevo] Γούρδ., Σινασσ. μονεύω [moˈnevo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φλογ. μονεύου [moˈnevu] Μαλακ., Μισθ. Αόρ. μνημόνεψα [mniˈmonepsa] Φάρασ. μόνιψα [ˈmonipsa] Μαλακ. Αρχ. ρ. μνημονεύω = αναφέρω. Οι τύπ. μονευ- με απλοποιητική αποβολή της αρκτικής συλλαβής [mni] λόγω της επαλληλίας των [m] και [n].
Μνημονεύω, αναφέρω κάποιον ό.π.τ. : Τα ποθαμένα σεράνdα μέρε μόνευεν ντα (Τους πεθαμένους για σαράντα μέρες τους μνημόνευαν) Ανακ. -Κωστ.Α. Μόνευαν ντα μορμόρια (Μνημόνευαν τους νεκρούς) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σην εκκλεσία μνημονεύκεν ο παπάς τον άρτο (Στην εκκλησία μνημόνευε ο παπάς τον άρτο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σάνισκάμ' το, μόνευάμ' το (Το φτιάχναμε, το μνημονεύαμε) Αξ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Φρ. Με τα ξένα κόλλυβα μνημονεύ’ του παπά τ’ την ψη (Με τα ξένα κόλλυβα μνημονεύει του μπαμπά του την ψυχή˙ χρησιμοποιεί ξένους πόρους για δικές του υποθέσεις) Σινασσ. -Αρχέλ. Μο ’ς χώρας τα κόλλυβα μνημονεύει τιζ παθαμένοι (Με ξένα κόλλυβα μνημονεύει τους πεθαμένους˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αντιβάλλω, αντίζω