μνημόσυνο
(ουσ. ουδ.)
μνημόσυνο
[mniˈmosino]
Γούρδ., Μισθ.
μομόσυο
[moˈmosio]
Μισθ.
νημόσυνου
[niˈmosinu]
Σίλ.
νημόσυου
[niˈmosiu]
Σίλ.
μνημόσυνα
[mniˈmosina]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. μνημόσυνο = ανάμνηση.
Μνημόσυνο
ό.π.τ.
:
Ντου μνημόσυνο σ’ ογώ νο'ο ποίκου
(Το μνημόσυνό σου εγώ θα το κάνω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
άμωμος, μόνεψη, σαραντούρι, συλλείτουργο