ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μνημόσυνο (ουσ. ουδ.) μνημόσυνο [mniˈmosino] Γούρδ., Μισθ. μομόσυο [moˈmosio] Μισθ. νημόσυνου [niˈmosinu] Σίλ. νημόσυου [niˈmosiu] Σίλ. μνημόσυνα [mniˈmosina] Φάρασ. Αρχ. ουσ. μνημόσυνο = ανάμνηση.
Μνημόσυνο ό.π.τ. : Ντου μνημόσυνο σ’ ογώ νο'ο ποίκου (Το μνημόσυνό σου εγώ θα το κάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. άμωμος, μόνεψη, σαραντούρι, συλλείτουργο