ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μόνεψη (ουσ. θηλ.) μόνεψ̑’ [ˈmonepʃ] Αξ. Γεν. μονεψ̑ού [moneˈpʃu] Αξ. Πληθ. μόνεψ̑α [ˈmonepʃa] Αξ. Από το μεταγν. ουσ. μνημόνευσις. Για τον τύπ. βλ. μνημονεύω, όπου τύπ. μονεύω.
Μνημόσυνο : Μόνεψ̑’ με κόβ’λλα (Μνημόσυνο με κόλλυβα) Αξ. -Μαυροχ. Τ’ χαμέν’ τα μόνεψ̑’ ούλ-λα μποίκαμ’ ντα (Τα μνημόσυνα του πεθαμένου όλα τα κάναμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. άμωμος, μνημόσυνο, σαραντούρι