μονή
(ουσ. θηλ.)
μονή
[moˈni]
Φάρασ.
μονά
[moˈna]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. μονή = παραμονή. Η σημ. ‘τόπος διαμονής’ μεταγν.
1. Στάνη
Φάρασ.
:
Του 'ιδίουν η μονή
(Η στάνη των γιδιών)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Φρ.
Πααίνω σου ‘ιδίουν τη μονά
(Πηγαίνω στην στάνη των γιδιών˙ πηγαίνω να αρμέξω)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Συνών.
αγίλα