μοσκαρόκκο
(ουσ. ουδ.)
μουσκαρόκκου
[muskaˈroku]
Φάρασ.
Από το ουσ. μοσχάρι, όπου και τύπ. μουσκάρι, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μοσχαράκι
Φάρασ.