ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουδιάζω (ρ.) μουδιάζω [muˈðʝazo] Ανακ., Σινασσ. μουριάζω [muˈrʝazo] Αραβαν., Γούρδ. μουριάζου [muˈrʝazu] Σίλ. μουδιάω [muðiˈao] Φάρασ. Μεσν. ρ. μουδιάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. αἱμωδιῶ.
Μουδιάζω ό.π.τ. : Μούριασ' του πλάι μου (Μούδιασε το ποδάρι μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Ο παππούκας τρώ’ μαντραγάλε, τ' αγγόνι του μουδϊέ (Ο παππούς τρώει αγουρίδες, το εγγόνι του μουδιάζει˙ Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα. Πβ. ΠΔ 38.29 "Οι πατέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκων ἠμωδίασαν») Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Μάνα τ’ και παπά τ’ τρώνε κ̇ορούχια, του ’γγονιού τα δόντια μουδιάζουν (Η μάνα και ο πατέρας τρώνε αγουρίδες, του εγγονιού τα δόντια μουδιάζουν˙ το ίδιο) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. μαραμουδιάζω