μουζεβίρης
(ουσ. αρσ.)
μουζεβίρ'
[muzeˈvir]
Φάρασ.
μουζαβίρ
[muzeˈvir]
Φάρασ.
μιζεβίρ'ς
[mizeˈvirs]
Αξ.
μιζαβούρ'
[mizaˈvur]
Φάρασ.
Θηλ.
μιζαβούρτ͑σα
[mizaˈvurtʰsa]
Φάρασ.
Ουδ.
μιζαβούρι
[mizaˈvuri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. müzevvir/ müzevir = ύπουλος, ζαβολιάρης.
1. Προδότης, καταδότης
Συνών.
μουζεβιρτσής, χαΐνης
2. Χαφιές, κατάσκοπος
3. Συκοφάντης