ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουζεβίρης (ουσ. αρσ.) μουζεβίρ' [muzeˈvir] Φάρασ. μουζαβίρ [muzeˈvir] Φάρασ. μιζεβίρ'ς [mizeˈvirs] Αξ. μιζαβούρ' [mizaˈvur] Φάρασ. Θηλ. μιζαβούρτ͑σα [mizaˈvurtʰsa] Φάρασ. Ουδ. μιζαβούρι [mizaˈvuri] Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. müzevvir/ müzevir = ύπουλος, ζαβολιάρης.
1. Προδότης, καταδότης Συνών. μουζεβιρτσής, χαΐνης
2. Χαφιές, κατάσκοπος
3. Συκοφάντης