μούδιασμα
(ουσ. ουδ.)
μούριασμα
[ˈmurʝazma]
Γούρδ., Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. μούδιασμα (Λεξ. Βάιγ., λ. αἱμωδιασμός), το οπ. από το ρ. μουδιάζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Μούδιασμα
ό.π.τ.
:
Οπ’ το μούριασμα ρο πουρ’ να κοιμιστώ
(Από το μούδιασμα δεν μπορώ να κοιμηθώ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
κουλούντζι :1, μαραμούδιασμα