ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουζεβιρλίκι (ουσ. ουδ.) μουζεβιρλίκι [muzevirˈlici] Φάρασ. μουζεβιρλίχ̇ι [muzevirˈlixi] Φάρασ. μιζαβουρλίχ̇ι [mizavurˈlixɯ] Αφσάρ. μιζεβερλίκ' [mizeverˈlik] Αξ. μιζαβουρλιέχ̇ι [mizavuˈrʎexi] Φάρασ. Πληθ. μουζουλούχια [muzuˈluça] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. müzevvirlik/ müzevirlik =σπιουνιά.
Προδοσία, κατάδοση, "κάρφωμα». ό.π.τ.