μουζεβιρλίκι
(ουσ. ουδ.)
μουζεβιρλίκι
[muzevirˈlici]
Φάρασ.
μουζεβιρλίχ̇ι
[muzevirˈlixi]
Φάρασ.
μιζαβουρλίχι̂
[mizavurˈlixɯ]
Αφσάρ.
μιζεβερλίκ'
[mizeverˈlik]
Αξ.
μιζαβουρλιέχ̇ι
[mizavurˈʎexi]
Φάρασ.
Πληθ.
μουζουλούχια
[muzuˈluça]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. müzevvirlik/müzevirlik = σπιουνιά.
Προδοσία, κατάδοση
ό.π.τ.