ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουζντές (ουσ. αρσ.) μουζτές [muzˈtes] Φάρασ. μουζτα̈́ς [muzˈtæs] Αφσάρ. μουζντέ [muˈzde] Αφσάρ., Ποτάμ., Φάρασ. μϋζντέ [myzˈde] Ουλαγ., Σίλ. μιζτέ [miˈzte] Σινασσ. μουσντί [musˈdi] Ποτάμ. Θηλ. μουζντέ η [muzˈde] Φάρασ. Νεότ. ουσ. μουζντές = καλή είδηση (Mackridge 2021: 82), το οπ. από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. müjde = χαρμόσυνη είδηση.
1. Eυχάριστη είδηση ό.π.τ. : Έστελναν μιζτεντζή για να δὠσει μουσντί πως ερχούσαν (Έστελναν αγγελιοφόρο για να δώσει την είδηση πως έρχονταν) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328
2. Δώρο προς αυτόν που φέρνει ευχάριστη είδηση, συχαρίκια Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. : Ήρτι ο άντρας σου ’σ’ το Ισμύρι· νόμας το μουζντέ μου (Ήρθε ο άντρας σου από την Σμύρνη· δώσε μου τα συχαρίκια μου) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β