ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουδούρης (ουσ. αρσ.) μουδούρης [muˈðuris] Φκόσ. μουdούρης [muˈduris] Μισθ., Σατ. μουτούρης [muʹturis] Σατ. μουτούρ' [muˈtur] Φάρασ. Aπό το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. müdir ή müdür. Πβ. το ν.ε. διαλεκτ. μουδίρης, μουδούρης.
Tούρκος τοπικός διοικητής ό.π.τ. : Τζαι μο του μουτούρη το ιζίνι (Και με την άδεια του τοπικού διοικητή) Φάρασ. -Παπαδ. O μεχτάρ' πήεν σο Βερέκι σον τούρκο το μουdούρη να ιδούνε πα ποίκουνε με 'τέ τη ναίκα (Ο κοινοτάρχης πήγε στον τούρκο τοπικό διοικητή να δούνε τι θα κάνουνε με αυτή την γυναίκα) Σατ. -Παπαδ.