μοσκολί
(ουσ. ουδ.)
μοσκολί
[moskoˈli]
Μαλακ.
Αγν. ετύμ., πιθ. από το τουρκ. ουσ. üskül = λινάρι (< ελλ. σκουλί), όπου και διαλεκτ. τύπ. üskülü.
Άκλωστο σκουλί λιναριού