ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μόνος (επίθ.) μόνος [ʹmonos] Σινασσ., Τελμ. Αρχ. επίθ. μόνος.
1. Ένας και μοναδικός : || Ασμ. Κι έπεσαν τα πουλούτια σε μιά βασιλοπούλα
που την είχ’ η μάνα της μόνη και μαναχούλα
(Kαι έπεσε ο κλήρος σε μιά βασιλοπούλα
που την είχε η μάνα της μονάκριβη)
Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Μόνος, χωρίς την συνέργεια ή μεσολάβηση άλλων ό.π.τ. : Πές κι εσύ μόνος σου κανένα τραγώδ' (Πές κι εσύ μόνος σου κανένα τραγούδι) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Ασμ. Χάρε μου, άφες μ’ α καλλιά και πιάσε μ’ ασ’ το χέρι
και δείξε μου τα δέντρα σου, και μόνος ας άγω
((Χάρε μου, άσε με από τα μαλλιά και πιάσε με απ’ το χέρι
και δείξε μου τη σκηνή σου, και μόνος μου θα πάω))
Τελμ. -Lag.