ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μοναχά (επίρρ.) μοναχά [monaˈxa] Μισθ. μαναχό [manaˈxo] Αραβαν., Τελμ., Φλογ. μανάχου [maʹnaxu] Μαλακ. μάναχου [ʹmanaxu] Σίλ. Από το μεσν. επίρρ. μοναχά.
Μόνο ό.π.τ. : Έιξαμ' μοναχά ξυλιώνας βαρέλια (Είχαμε μόνο ξύλινα βαρέλια) Μισθ. -Κοτσαν. Μάναχου τρεις φορές σ̑όνισ̑ι (Mόνο τρεις φορές χιόνισε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ξερό ψωμί μοναχό μ’ τρως; Γιατσ̑ί dεν ήφερες και το γεμέκι ζ’ 'ντάμα; (Μόνο ξερό ψωμί τρως; Γιατί δεν έφερες και το φαγητό σου μαζί;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Βασ̑ιλιό μ', ιμια μαναχό δεν το είδα το πρόσωπο σ', εκατό φοράμ το είδα (Βασιλιά μου, δεν το είδα μόνο μία φορά το πρόσωπό σου, εκατό φορές το είδα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ἐβσαξεν βούλα τ΄ ασκέρια τ’, αφήκιν ένα μανάχου (Έσφαξε όλους τους στρατιώτες του, άφησε μόνο έναν) Μαλακ. -Dawk. Αστενάρ' dέ ειμαι, μαναχό πέ τα σο βαβά μ’ (Άρρωστος δεν είμαι, μόνο πές στο στον πατέρα μου) Τελμ. -Dawk. || Φρ. Εμιά μοναχό (Μόνο μία φορά˙ άπαξ) Φλογ., Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Μή πουλάζ μαναχό, 'γόρασε κιόλας (Μην πουλάς μόνο, αγόρασε κιόλας˙ πρέπει να ακούμε τι μας λένε οι άλλοι, όχι να μιλάμε μόνο εμείς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γιάλινιζ, μόνο :1, τσίχλα