γιάλινιζ
(επίθ.)
γιάλι̂νι̂́ζ
[ˈʝalɯnɯz]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ.
γιάλινις
[ˈʝalinis]
Φάρασ.
γιαγνίσ̑ι
[ʝaˈɣniʃi]
Φάρασ.
γιάλ’νγς
[yalŋz]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. yalnız = α) μόνος β) επίρρ., απλώς, μόνο, όπου και διαλεκτ. τύπ. yalınız, yalıñız.
2. Ως επίρρ., μόνο
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Φάρασ.
:
Ένα σ̑έι ντε κρέω απ' εσάς, γιάλι̂νι̂́ζ εκείνο το πατισάχ', εμέ ντο αλάι ντο πήρε, εμέ ό,τιλαα έπ’κετ'με, νό’ο ποίκητ' ένα οΰν'
(Τίποτα δεν θέλω από σας, μόνο εκείνον τον βασιλιά που με κορόιδεψε, θα του κάνετε ένα παιχνίδι όπως κάνατε με εμένα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
μοναχά, μόνο, τσίχλα