ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιακουστίζω (ρ.) γιακουστίζου [ʝakuˈstizu] Μισθ. γιακι̂σ̑τίζω [yakɯˈʃtizo] Μαλακ. γιακι̂σ̑τώ [ʝakɯˈʃto] Σίλ., Φλογ. γιαχιστώ [ʝaçiˈsto] Σινασσ. γιαχι̂σ̑τι-έω [ʝaxɯʃtiˈeo] Τσουχούρ., Φάρασ. Αόρ. γιακούισα [ʝaˈkuisa] Μισθ. γιακι̂́γισα [yaˈkɯʝisa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. yakışmak = α) ταιριάζω, β) αρμόζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. yahışmak.
1. Ταιριάζω, αρμόζω ό.π.τ. : Γιακούισιν φορτσ̑ά ντου φόρουεις απάνου σ' (Ταίριαξε το ρούχο που φοράς πάνω σου) Μισθ. -Κοτσαν. Ράψετέ το να γιαχιστήσ' κι απάνω σας τσαλίγο (Ράψτε το να ταιριάξει κι απάνω σας έτσι) Σινασσ. -Λεύκωμα Ατιά τα γουντ'ράδα γιαχ'στιένι σου τσ̑οτσ̑ουχού τα πράδα; 'δρά τσ̑οὔνdι; (Αυτά τα παπούτσια ταιριάζουν στα πόδια του παιδιού; Δεν είναι μεγάλα;) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. ουγιτίζω, πρέπω
β. Απρόσ., αρμόζει, είναι σωστό Σίλ. : Γιακιστά οπ’ απάνου του να πορ’πατσήσουσι φτσείρες; (Είναι σωστό να περπατάνε ψείρες απάνω του; ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Ομορφαίνω κάτι Φλογ. : Τι γιαχ’σικλούδ’ φανούτανε, πόσο γιακι̂́στανε το σπίτ’! (Τι όμορφο που φαινότανε, πόσο ομόρφαινε το σπίτι!) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191