γιακουστίζω
(ρ.)
γιακουστίζου
[ʝakuˈstizu]
Μισθ.
γιακι̂σ̑τίζω
[yakɯˈʃtizo]
Μαλακ.
γιακι̂σ̑τώ
[ʝakɯˈʃto]
Σίλ., Φλογ.
γιαχιστώ
[ʝaçiˈsto]
Σινασσ.
γιαχι̂σ̑τι-έω
[ʝaxɯʃtiˈeo]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Αόρ.
γιακούισα
[ʝaˈkuisa]
Μισθ.
γιακι̂́γισα
[yaˈkɯʝisa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. yakışmak = α) ταιριάζω, β) αρμόζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. yahışmak.
1. Ταιριάζω, αρμόζω
ό.π.τ.
:
Γιακούισιν φορτσ̑ά ντου φόρουεις απάνου σ'
(Ταίριαξε το ρούχο που φοράς πάνω σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ράψετέ το να γιαχιστήσ' κι απάνω σας τσαλίγο
(Ράψτε το να ταιριάξει κι απάνω σας έτσι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ατιά τα γουντ'ράδα γιαχ'στιένι σου τσ̑οτσ̑ουχού τα πράδα; 'δρά τσ̑οὔνdι;
(Αυτά τα παπούτσια ταιριάζουν στα πόδια του παιδιού; Δεν είναι μεγάλα;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
ουγιτίζω, πρέπω
β.
Απρόσ., αρμόζει, είναι σωστό
Σίλ.
:
Γιακιστά οπ’ απάνου του να πορ’πατσήσουσι φτσείρες;
(Είναι σωστό να περπατάνε ψείρες απάνω του;
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Ομορφαίνω κάτι
Φλογ.
:
Τι γιαχ’σικλούδ’ φανούτανε, πόσο γιακι̂́στανε το σπίτ’!
(Τι όμορφο που φαινότανε, πόσο ομόρφαινε το σπίτι!)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191