γιαλβαρντίζω
(ρ.)
γιαλβαρντι̂́ζω
[ʝalvarˈdɯzo]
Αραβαν., Σεμέντρ.
γιαλβαρντού
[ʝalvarˈdu]
Ουλαγ.
γιαλβαρτώ
[ʝalvarˈto]
Φερτάκ.
γιαλβαρού
[ʝalvaˈru]
Ουλαγ.
γιαλβαdώ
[ʝalvaˈdo]
Σίλ.
Αόρ.
γιαλβάρσα
[ʝalˈvarsa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. yalvarmak (αόρ. yalvardı) = παρακαλώ, ικετεύω.
Παρακαλώ
ό.π.τ.
:
Πολύ σε γιαλβαρτώ, το κομσ̑ού μ' μη το π͑άρεις
(Σε παρακαλώ πολύ, τον γείτονά μου μην τον πάρεις, ενν. ως σύζυγο)
Φερτάκ.
-Thumb
Με ντo ψυή γιαλβαρντάτ’ ντο Χεβό ας βρέξει
(Με την ψυχή σας παρακαλέστε τον Θεό να βρέξει)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το παιγί γιαλβάρσεν το ναίκα «Aς με φωτίσ̑' λίγο», ντεγί
(Το παιδί παρακάλεσε την γυναίκα «Aς με φωτίσει λίγο», είπε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Εκείνο γιαλβάρσεν ντo· «Mε με σκοτώνεις», έπε
(Εκείνος τον παρακάλεσε· «Μη με σκοτώνεις», είπε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Γιάφτον ντο κανdέλ’, γιαλβαρούν ντo Χεό
(Ανάβουν το καντήλι, παρακαλούν τον Θεό)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Χ̇ερ ημέρα γιαλβάνdζεινασ̑’ του Σεό να τους ρώσ̑ει έναν τέκνους
(Kάθε μέρα παρακαλούσαν τον Θεό να τους δώσει ένα παιδί)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
παρακαλώ