ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαλβαρντίζω (ρ.) γιαλβαρντι̂́ζω [ʝalvarˈdɯzo] Αραβαν., Σεμέντρ. γιαλβαρντού [ʝalvarˈdu] Ουλαγ. γιαλβαρτώ [ʝalvarˈto] Φερτάκ. γιαλβαρού [ʝalvaˈru] Ουλαγ. γιαλβαdώ [ʝalvaˈdo] Σίλ. Αόρ. γιαλβάρσα [ʝalˈvarsa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. yalvarmak (αόρ. yalvardı) = παρακαλώ, ικετεύω.
Παρακαλώ ό.π.τ. : Πολύ σε γιαλβαρτώ, το κομσ̑ού μ' μη το π͑άρεις (Σε παρακαλώ πολύ, τον γείτονά μου μην τον πάρεις, ενν. ως σύζυγο) Φερτάκ. -Thumb Με ντo ψυή γιαλβαρντάτ’ ντο Χεβό ας βρέξει (Με την ψυχή σας παρακαλέστε τον Θεό να βρέξει) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το παιγί γιαλβάρσεν το ναίκα «Aς με φωτίσ̑' λίγο», ντεγί (Το παιδί παρακάλεσε την γυναίκα «Aς με φωτίσει λίγο», είπε) Ουλαγ. -Dawk. Εκείνο γιαλβάρσεν ντo· «Mε με σκοτώνεις», έπε (Εκείνος τον παρακάλεσε· «Μη με σκοτώνεις», είπε) Ουλαγ. -Κεσ. Γιάφτον ντο κανdέλ’, γιαλβαρούν ντo Χεό (Ανάβουν το καντήλι, παρακαλούν τον Θεό) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Χ̇ερ ημέρα γιαλβάνdζεινασ̑’ του Σεό να τους ρώσ̑ει έναν τέκνους (Kάθε μέρα παρακαλούσαν τον Θεό να τους δώσει ένα παιδί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. παρακαλώ