ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιάλι (ουσ. ουδ.) γιάλι [ˈʝali] Φάρασ. γιαλ' [ʝal] Ανακ., Αξ., Μισθ., Φλογ. Πληθ. γιάλια [ˈʝaʎa] Ανακ., Μαλακ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. yal = μείγμα από πίτουρα και αλεύρι ως ζωοτροφή.
1. Zωοτροφή από πίτουρα, αλεύρι και νερό ό.π.τ. Πβ. γεγετσέκια :1, φάγημα :1
2. Μτφ., νερόβραστο και άνοστο φαγητό Φλογ. Πβ. γιαβάνι :1