γεγετσέκια
(ουσ. ουδ.)
γεγετσέκια
[ʝeʝeˈtseca]
Σινασσ.
γεγετσέχιαρ
[ʝeʝeˈtseçar]
Σινασσ.
γεϊdζέκι
[ʝeiˈdzeci]
Αξ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. yiyecek = α) ως επίθ., φαγώσιμος β) ως ουσ., φαγώσιμα, φαγητά.
Πβ.
γεϊτζής
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025