ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γδάρσιμο (ουσ. ουδ.) γντάρσιμου [ˈɣdarsimu] Μισθ. γντέρσ̑ιμο [ˈɣderʃimo] Αξ. Από το νεότ. ουσ. γδάρσιμο (Λεξ. Βάιγ, λ. γδάρσις) το οπ. από το αορ. θ. του ρ. γδέρνω, όπου και τύπ. γντέρου και γντάρου, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Γδάρσιμο ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024