γδάρσιμο
(ουσ. ουδ.)
γντάρσιμου
[ˈɣdarsimu]
Μισθ.
γντέρσ̑ιμο
[ˈɣderʃimo]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. γδάρσιμο (Λεξ. Βάιγ, λ. γδάρσις) το οπ. από το αορ. θ. του ρ. γδέρνω, όπου και τύπ. γντέρου και γντάρου, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Γδάρσιμο
ό.π.τ.