γατίλης
(ουσ. αρσ.)
γατ͑ίλης
[ɣaˈtʰilis]
Σίλ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. katil = δολοφόνος.
Δολοφόνος
:
Ρυό φορές ’ένηκι γατ͑ίλης
(Δυό φορές έγινε δολοφόνος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6