γαρτσούνημα
(ουσ. ουδ.)
γαρτσ̑ούνημα
[ɣarˈtʃunima]
Μισθ.
γαρτσ̑ίνημα
[ɣarˈtʃinima]
Μισθ.
γαρτσούνισμα
[ɣarˈtsunizma]
Σινασσ.
Από το ρ. γαρτσουνώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.