γαρντασγανού
(ουσ. ουδ.)
γαρντάσγανού
[ɣarˈdasɣaˈnu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kardeşkanı = φυτικό παρασκεύασμα με αιμοστατικές ιδιότητες.
Αιμοστατικό φάρμακο