γαριπιά
(ουσ. θηλ.)
γαριπιά
[ɣariˈpça]
Τελμ.
Aπό το επίθ. γαρίπης και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Ερημιά, μοναξιά
:
|| Ασμ.
Αξενίτσα και γαριπιά, τα δυό σο ζύγι μένουν
Αξενίτσα και γαριπιά έχειν βαρύν αστένειος (Ξενιτειά και ερημιά, τα δύο είναι εξίσου βαριά στην ζυγαριά
Ξενιτειά και ερημιά, έχουν βαρειά αρρώστια) Τελμ. -Lag. Συνών. γαριπλίκι :2, γιαζί, γιαμπάνι :1, μεϊντάνι :3, τεγινέ
Αξενίτσα και γαριπιά έχειν βαρύν αστένειος (Ξενιτειά και ερημιά, τα δύο είναι εξίσου βαριά στην ζυγαριά
Ξενιτειά και ερημιά, έχουν βαρειά αρρώστια) Τελμ. -Lag. Συνών. γαριπλίκι :2, γιαζί, γιαμπάνι :1, μεϊντάνι :3, τεγινέ