γαραφίλι
(ουσ. ουδ.)
γαράφιλι
[ɣaˈrafili]
Σινασσ.
γαραφίλ’
[ɣaraˈfil]
Σινασσ.
γαρεφίλι
[ɣareˈfili]
Τζαλ., Φάρασ., Φκόσ.
γαρεφίλ’
[ɣareˈfil]
Αξ., Αραβαν., Μισθ.
γαριαφίλι
[ɣarʝaˈfili]
Τζαλ.
qαρεφίλ’
[qareˈfil]
Μαλακ.
καρεφίλ’
[kareˈfil]
Δίλ.
καρενφίλ’
[kareˈfil]
Αραβ.
γαρoφίλι
[ɣaroˈfili]
Φάρασ.
γαρόφαλο
[ɣaˈrofalo]
Ανακ.
γαρούφαλου
[ɣaˈrufalu]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. καραφίλι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. karanfil = γαρίφαλο, όπου και διαλεκτ. τύπ. garafil (< απώτερα μεταγν. καρυόφυλλον). Ο τύπ. γαρόφολο-γαρούφαλου από βενετ. garofolo < λατιν. garofolum < καρυόφυλλον.
1. To άνθος γαρίφαλο και το φυτό γαριφαλιά (Συζύγιον το αρωματικόν, Syzygium aromaticum) της οικογενείας των Μυρτιδών
ό.π.τ.
:
Σπέρου γαρούφαλα
(Σπέρνω γαρίφαλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Ασμ.
Έθακε τζ̑' επάνω α γαροφίλι
(Έβαλε κι επάνω ένα γαρίφαλο)
Φάρασ.
-Lag.
2. Το μπαχαρικό καρφί γαρίφαλο
Ανακ.
3. Έθιμο υποδοχής του γαμπρού και της παρέας του στο σπίτι της μέλλουσας νύφης μετά το γλέντι στο δικό του σπίτι, όπου η νύφη τους υποδεχόταν με γλάστρες γαρίφαλα
Τζαλ.
:
Σηκώτε να πάμε σο γαρεφίλι
(Σηκωθείτε να πάμε στο γλέντι του γαρίφαλου)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342