γαρατσάβι
(ουσ. ουδ.)
γαρατσάβ'
[ɣaraˈtsav]
Αξ., Μισθ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. karaçav = α) πλαϊνό δοκάρι βοϊδάμαξας (< karoça) β) σκαλωσιά (THADS, λ. karaçav I).
Στον πληθ., πλαϊνά δοκάρια εκατέρωθεν της καρότσας βοϊδάμαξας για να συγκρατούν το φορτίο
ό.π.τ.