ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαρατσάβι (ουσ. ουδ.) γαρατσάβ' [ɣaraˈtsav] Αξ., Μισθ. Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. karaçav = α) πλαϊνό δοκάρι βοϊδάμαξας (< karoça) β) σκαλωσιά (THADS, λ. karaçav I).
Στον πληθ., πλαϊνά δοκάρια εκατέρωθεν της καρότσας βοϊδάμαξας για να συγκρατούν το φορτίο ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 13/04/2025