ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαράλτσα (επίρρ.) γαράλτσ̑α [ɣaˈraltʃa] Μισθ. γας-γαράλτσ̑α [ɣas ɣaˈraltʃa] Μισθ. γαραdζ̑ά [ɣaraˈdʒa] Αραβαν. Από το τουρκ. επίρρ. yararsızca =ανώφελα, με ανομοιωτ. εναλλαγή υγρών. O τύπ. γας-γαράλτσ̑α με εμφατ. αναδιπλ.
1. Άδικα ό.π.τ. : Γαράλτσ̑α έβ'γιν απ' ιτό ντου γκόσμου (Άδικα έφυγε από τούτον τον κόσμο) Μισθ. -Κοτσαν. Ένα σ̑έ' ντέ 'νι, γας-γαράλτσ̑α φοβόδουμι (Τίποτα δεν είναι, εντελώς άδικα φοβόμουν, ενν. το αεροπλάνο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γάς-γαράλτσ̑α σέμασαν μας σου χαπίς (Εντελώς άδικα μας έβαλαν στην φυλακή) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αν ήτουν καλό σ̑έι, ντε βαήκνισ̑κε το σεράι και νισ̑κότουν χαμαμτζ̑ής· γαραdζ̑ά ντέν ντο βάφ'κε άντρα τ' για! (Αν αυτή ήταν κάτι καλό, δεν θα άφηνε το παλάτι για να γίνει λουτράρισσα· άδικα δεν την άφησε ο άντρας της για!) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ατιέ, τζάμπα :2, χαράμι
2. Μάταια Αραβαν. : || Φρ. Το πϋρτσ̑ΰκι σ' γαραdζ̑ά άνομος ντεν ντ' άσπρισε (Το τσουλούφι σου δεν το άσπρισε μάταια ο άνεμος˙ για ηλικιωμένους με μεγάλη πείρα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. βερεσέ :1, μποσουνά