χαράμι
(ουσ. ουδ.)
χαράμι
[xaˈrami]
Φάρασ.
χαράμ'
[xaˈram]
Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
Από το νεότ. επίρρ. χαράμι, το οπ. από το τουρκ. επίθ. haram = απαγορευμένος.
2. Επίθ., απλήρωτος
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Το χαράμι το ιβάρι παγάζει το χαλάλι το γαϊρίδι
(Το απλήρωτο καπίστρι παίρνει μαζί του το πληρωμένο γαϊδούρι˙ Για ένα πολύ μικρό χρέος μπορεί κάποιος να χάσει ολόκληρη περιουσία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.