ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαράμι (ουσ. ουδ.) χαράμι [xaˈrami] Φάρασ. χαράμ' [xaˈram] Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. Από το νεότ. επίρρ. χαράμι, το οπ. από το τουρκ. επίθ. haram = απαγορευμένος.
1. Ως επίρρ., χαρακτηρισμός για κάτι που γίνεται ανώφελα, χωρίς κέρδος, άδικα ό.π.τ. : Πήι χαράμ' (Πήγε χαμένος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Τρώγω χαράμια (Τρώω άδικα˙ Γίνομαι άδικος) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. ατιέ, βερεσέ :1, γαράλτσα, μποσουνά, τζάμπα :2
2. Επίθ., απλήρωτος Φάρασ. : || Παροιμ. Το χαράμι το ιβάρι παγάζει το χαλάλι το γαϊρίδι (Το απλήρωτο καπίστρι παίρνει μαζί του το πληρωμένο γαϊδούρι˙ Για ένα πολύ μικρό χρέος μπορεί κάποιος να χάσει ολόκληρη περιουσία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.