χαρδατόγουμου
(ουσ. ουδ.)
χαρδάτογουμου
[xarˈðatoɣumu]
Μισθ.
Από την τουρκ. φρ. hardal tohumu = σπόροι σιναπιού.
Σινάπι
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 29/08/2024