ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαρλατίζω (ρ.) χαρλατίζω [xarlaˈtizo] Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. harlamak = α) καίγομαι β) θυμώνω γ) διαλεκτ., για άλογο, ρουθουνίζω δ) για νερό, χύνομαι ξαφνικά και ρέω με θόρυβο.
1. Για ζώο, γρυλίζω Φάρασ.
2. Για νερό, ρέω με θόρυβο Μαλακ., Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025