χαρλατίζω
(ρ.)
χαρλατίζω
[xarlaˈtizo]
Μαλακ., Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. harlamak = α) καίγομαι β) θυμώνω γ) διαλεκτ., για άλογο, ρουθουνίζω δ) για νερό, χύνομαι ξαφνικά και ρέω με θόρυβο.
1. Για ζώο, γρυλίζω
Φάρασ.
2. Για νερό, ρέω με θόρυβο
Μαλακ.