χαρλατίζω
(ρ.)
χαρλατίζω
[xarlaˈtizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. harlamak = α) καίγομαι β) θυμώνω γ) διαλεκτ., για άλογο, ρουθουνίζω.
Για ζώο, γρυλίζω