ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαρίμι (ουσ. ουδ.) χαρίμ' [xaˈrim] Ουλαγ., Φλογ. Πληθ. χαρίμια [xaˈrimɲa] Τελμ., Τροχ., Τσελτ., Φλογ. χαρίμε [xaˈrime] Φάρασ. χαρούμια [xaˈrumɲa] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. harim, όπου και διαλεκτ. τύπ. harım = α) ιδιαίτερο, ιδιωτικό μέρος β) προστατευμένο εσώτερο μέρος γ) ιερό άσυλο δ) ιδιαίτερα διαμερίσματα γυναικών ε) στενός φίλος στ) διαλεκτ., χωράφι κοντά σε χωριό ή πόλη.
1. Μικρό χωράφι κοντά στα σπίτια στις παρυφές του χωριού ό.π.τ. : Σο Τσιγκιλί τερ' ήταν τα χαρίμια μας, τα σπέρνισκαμ' ναgιριώνες (Στην Μαύρη Πέτρα ήταν τα κοντινά χωράφια μας, που τα σπέρναμε ως μποστάνια) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Να σπείρομε τα κόμματα μας, τα χαρίμια μας (Να σπείρουμε τα χωράφια μας, τα περιβόλια μας) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. γραστί :2
2. Ποτιστικό χωράφι : 'ς το Κεβανολουγού είχε ζόρε χωράφε τζ̑αι χαρίμε (Στο Κεβανολουγού είχε καλά χωράφια και ποτιστικά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Η λ. και ως τοπων. Τροχ.