χαρίμι
(ουσ. ουδ.)
χαρίμ'
[xaˈrim]
Ουλαγ., Φλογ.
Πληθ.
χαρίμια
[xaˈrimɲa]
Τελμ., Τροχ., Τσελτ., Φλογ.
χαρίμε
[xaˈrime]
Φάρασ.
χαρούμια
[xaˈrumɲa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. harim, όπου και διαλεκτ. τύπ. harım = α) ιδιαίτερο, ιδιωτικό μέρος β) προστατευμένο εσώτερο μέρος γ) ιερό άσυλο δ) ιδιαίτερα διαμερίσματα γυναικών ε) στενός φίλος στ) διαλεκτ., χωράφι κοντά σε χωριό ή πόλη.
1. Μικρό χωράφι κοντά στα σπίτια στις παρυφές του χωριού
ό.π.τ.
:
Σο Τσιγκιλί τερ' ήταν τα χαρίμια μας, τα σπέρνισκαμ' ναgιριώνες
(Στην Μαύρη Πέτρα ήταν τα κοντινά χωράφια μας, που τα σπέρναμε ως μποστάνια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Να σπείρομε τα κόμματα μας, τα χαρίμια μας
(Να σπείρουμε τα χωράφια μας, τα περιβόλια μας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
γραστί :2
2. Ποτιστικό χωράφι
:
'ς το Κεβανολουγού είχε ζόρε χωράφε τζ̑αι χαρίμε
(Στο Κεβανολουγού είχε καλά χωράφια και ποτιστικά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Η λ. και ως τοπων.
Τροχ.