χαρόντισσα
(ουσ.)
χαρόντ'σσα
[xaˈrontsa]
Αξ.
Από το ουσ. Χάρος (θ. χαροντ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024