χαριλτού
(ουσ. ουδ.)
χαριλτού
[xarilˈtu]
Σινασσ.
χαρλουντού
[xarluˈdu]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. harıltı = φασαρία, δυνατός και διαρκής θόρυβος. Ο τύπ. χαρλουντού με μετάθ. του [l].
Θορυβός, φασαρία
ό.π.τ.
:
Ακούει ένα χαριλτού, ύστερα λαλέματα· φοβήθην
(Ακούει μιά φασαρία, και μετά ομιλίες· φοβήθηκε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ως τ' αβόπουρμα δεν σαλήσαμι το μάτζι μας, οπ' χαριλτού κι οπ' τ' ισλίχ'
(Ως το πρωί δεν κλείσαμε μάτι, από το θόρυβο και από το σφύριγμα του αέρα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Οπ’ το χαρλουντού τους ρε στάσ̑’κα
(Από την φασαρία τους δε μπορούσα να σταθώ)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6