ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαριλτού (ουσ. ουδ.) χαριλτού [xarilˈtu] Σινασσ. χαρλουντού [xarluˈdu] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. harıltı = φασαρία, δυνατός και διαρκής θόρυβος. Ο τύπ. χαρλουντού με μετάθ. του [l].
Θορυβός, φασαρία ό.π.τ. : Ακούει ένα χαριλτού, ύστερα λαλέματα· φοβήθην (Ακούει μιά φασαρία, και μετά ομιλίες· φοβήθηκε) Σινασσ. -Αρχέλ. Ως τ' αβόπουρμα δεν σαλήσαμι το μάτζι μας, οπ' χαριλτού κι οπ' τ' ισλίχ' (Ως το πρωί δεν κλείσαμε μάτι, από το θόρυβο και από το σφύριγμα του αέρα) Σινασσ. -Λεύκωμα Οπ’ το χαρλουντού τους ρε στάσ̑’κα (Από την φασαρία τους δε μπορούσα να σταθώ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6