χαραφλαντίζω
(ρ.)
χαραφλανdίζω
[xaraflan'dizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. horavlamak = σαστίζω, σκιάζομαι, πανικοβάλλομαι (THADS, λ. horavlamak).
Ζαλίζομαι
Συνών.
ζαλίζω :1, σαβλακώνω, σερσεμλεντίζω, τσανίζω