χαρλάτσι
(ουσ. ουδ.)
χαρλάτσ̑ι
[xarˈlatʃι]
Μισθ.
χαρλάσ̑'
[xarˈlaʃ]
Ανακ., Μισθ., Τσαρικ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. harlak = α) τρεχούμενο νερό, ρυάκι β) χώμα χαμηλής πυκνότητας γ) χωράφι που αποτελείται από κοίτες ποταμού, όταν υποχωρεί το νερό THADS, λ. harlak I, II).