ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαρλάτσι (ουσ. ουδ.) χαρλάτσ̑ι [xarˈlatʃι] Μισθ. χαρλάσ̑' [xarˈlaʃ] Ανακ., Μισθ., Τσαρικ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. harlak = α) τρεχούμενο νερό, ρυάκι β) χώμα χαμηλής πυκνότητας γ) χωράφι που αποτελείται από κοίτες ποταμού, όταν υποχωρεί το νερό THADS, λ. harlak I, II).
Λάσπη που χρησιμοποιούσαν ως οικοδομικό υλικό, αποτελούμενη από νερό, χώμα και χαλίκια ό.π.τ. : Χαρλάτσ̑ιού γούπα (Λάκκος για τη λάσπη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να κονώσουμ' ντου χαρλάσ̑' (Να αδειάσουμε τον πηλό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. πηλός :1, τσαμούρι