ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πηλός (ουσ. αρσ.) πηλός [pi'los] Σίλ. πελός [pe'los] Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. πηλός.
Λάσπη ό.π.τ. : Πηλός πολύ γιουμουσάχης ε' (Η λάσπη είναι πολύ πλαδαρή) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Δώσ' εδώ βρεχός, δώσ' εκεί πελός, στα χωράφια μας, στ' αστάχυα μας (Δώσε εδώ βροχή, δώσε εκεί λάσπη, στα χωράφια μας, στα στάχυα μας) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. τσαμούρι, χαρλάτσι