πιέμα
(ουσ. ουδ.)
πιέμα
[ˈpçema]
Φάρασ.
Γεν.
πιεμάτου
[pçeˈmatu]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. πιόμα, αναλογ. κατά τους τύπ. ήπιε, πιες.
Πιόμα, κατάποση
Φάρασ.
:
Κονdά 'νος τσίγαρου πιεμάτου
(σε απόσταση ενός τσιγάρου, ένα τσιγάρο δρόμος)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Τα 'πεμεινά πάλι κω’άνε κέιφα̈ μο τα φαέματα τζ̑αι τα πιέματα
(Οι υπόλοιποι πάλι συνεχίζουν το γλέντι με φαγοπότια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.