ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιέμα (ουσ. ουδ.) πιέμα [ˈpçema] Φάρασ. Γεν. πιεμάτου [pçeˈmatu] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. πιόμα, αναλογ. κατά τους τύπ. ήπιε, πιες.
Πιόμα, κατάποση Φάρασ. : Κονdά 'νος τσίγαρου πιεμάτου (σε απόσταση ενός τσιγάρου, ένα τσιγάρο δρόμος) Φάρασ. -Ανδρ. Τα 'πεμεινά πάλι κω’άνε κέιφα̈ μο τα φαέματα τζ̑αι τα πιέματα (Οι υπόλοιποι πάλι συνεχίζουν το γλέντι με φαγοπότια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.