ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πικρίδι (ουσ. ουδ.) Πληθ. πικρίδια [piˈkriðʝa] Τροχ. πικνίδια [piˈkniðʝa] Ανακ. Από το μεταγν. ουσ. πικρίδιον.
Το εδώδιμο χόρτο σέρις ἥμερος (Cichorium Endivia), κοινώς αντίδι ό.π.τ. : Ας πάμε να τοπλατίσωμε λίγα πικρίδια (Aς πάμε να μαζέψουμε λίγα αντίδια) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289