πικρίδι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
πικρίδια
[piˈkriðʝa]
Τροχ.
πικνίδια
[piˈkniðʝa]
Ανακ.
Από το μεταγν. ουσ. πικρίδιον.
Το εδώδιμο χόρτο σέρις ἥμερος (Cichorium Endivia), κοινώς αντίδι
ό.π.τ.
:
Ας πάμε να τοπλατίσωμε λίγα πικρίδια
(Aς πάμε να μαζέψουμε λίγα αντίδια)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289