πικιριάζω
(ρ.)
πικιριάζω
[piciˈrʝazo]
Μαλακ.
Από το ουσ. Αποκριά, όπου και τύπ. ’πικιριές (Μαλακ.), και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Γιορτάω την Αποκριά