ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πικράδα (ουσ. θηλ.) πικράδα [pikˈrað] Ανακ. π͑ικράδα [pʰikˈraða] Αξ. Από το μεταγν. ουσ. πικράς -άδος = αντίδι. Ο τύπ. πικράδα μεσν. και η σημ. νεότ.
Πικράδα ό.π.τ. : || Φρ. Που επιθυμάς, ας είν’ έτο, έπαρ’ την πικράδα του εσ̑ύ και άμε (Αυτό που επιθυμείς ας είναι αυτό, πάρε την πίκραδα του και πήγαινε˙ Το έλεγαν όταν άκουγαν την φωνή της κουκουβάγιας, που προμήνυε θάνανο, κόβοντας στα τέσσερα ένα κρεμμύδι και ρίχνοντας το προ την μεριά που ακουγόταν η κουκουβάγια) Ανακ. -Κωστ.Α.