πικράδα
(ουσ. θηλ.)
πικράδα
[pikˈrað]
Ανακ.
π͑ικράδα
[pʰikˈraða]
Αξ.
Από το μεταγν. ουσ. πικράς -άδος = αντίδι. Ο τύπ. πικράδα μεσν. και η σημ. νεότ.
Πικράδα
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Που επιθυμάς, ας είν’ έτο, έπαρ’ την πικράδα του εσ̑ύ και άμε
(Αυτό που επιθυμείς ας είναι αυτό, πάρε την πίκραδα του και πήγαινε˙ Το έλεγαν όταν άκουγαν την φωνή της κουκουβάγιας, που προμήνυε θάνανο, κόβοντας στα τέσσερα ένα κρεμμύδι και ρίχνοντας το προ την μεριά που ακουγόταν η κουκουβάγια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.