πικριανίσκω
(ρ.)
π͑ικριγιανίσ̑κω
[pʰikrʝaˈniʃko]
Αξ.
πικρανίσ̑κω
[pikraˈniʃko]
Αξ.
Από το αρχ. ρ. πικραίνω, αορ. πίκρανα, και το επίθμ. -ίσκω.