ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πικριανίσκω (ρ.) π͑ικριγιανίσ̑κω [pʰikrʝaˈniʃko] Αξ. πικρανίσ̑κω [pikraˈniʃko] Αξ. Από το αρχ. ρ. πικραίνω, αορ. πίκρανα, και το επίθμ. -ίσκω.
Αμτβ., πικραίνομαι : Ούλα νιένται μέλι γάλα και μάνα βαβά σας άλλο ντεν πικρανίσ̑κ'νε (Όλα γίνονται μέλι γάλα και η μάνα σας και ο πατέρας σας δεν πικραίνονται άλλο) Αξ. -Παυλίδ. Συνών. ατζιλαντώ, μαυρώνω, πικρούμαι