πικραλίδα
(ουσ. θηλ.)
πρικαλίδα
[prika'liða]
Ανακ.
Από το νεότ. ουσ. πικραλίδα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το μεσν. ουσ. πικραλίς -ίδος (LBG), το οπ. από το αρχ. ουσ. πικρίς, με μετάθ. υγρού.
Ραδίκι
Ανακ.