πικριδίτσα
(ουσ. θηλ.)
πικριδίτσα
[pikriˈðitsa]
Μαλακ.
π͑ικριίτσα
[pʰikriˈitsa]
Αξ.
Από το ουσ. πικρίδι και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
1. Είδος χορταρικού για τις αγελάδες
Αξ.
2. Είδος άγριας αντιδιάς
Μαλακ.