ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πικριδίτσα (ουσ. θηλ.) πικριδίτσα [pikriˈðitsa] Μαλακ. π͑ικριίτσα [pʰikriˈitsa] Αξ. Από το ουσ. πικρίδι και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
1. Είδος χορταρικού για τις αγελάδες Αξ.
2. Είδος άγριας αντιδιάς Μαλακ.