πικόρι
(ουσ. ουδ.)
πικόρ'
[piˈkor]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ.
πικόλ'
[pikol]
Μαλακ.
Από το αρχ. ουσ. ἐπικόρμιον = ξύλο κοπής.
Πάγκος κοπής πάνω στον οποίο τεμαχίζονται τα κρέατα
ό.π.τ.
:
Έβγαλ' το πικόρ' όξω και πρώτα καθάρισέ τα με το βρασμένο το νερό
(Βγάλε έξω το τραπεζάκι κοπής και πρώτα καθάρισέ το με βρασμένο νερό)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.