ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πικόρι (ουσ. ουδ.) πικόρ' [piˈkor] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ. πικόλ' [pikol] Μαλακ. Από το αρχ. ουσ. ἐπικόρμιον = ξύλο κοπής.
Πάγκος κοπής πάνω στον οποίο τεμαχίζονται τα κρέατα ό.π.τ. : Έβγαλ' το πικόρ' όξω και πρώτα καθάρισέ τα με το βρασμένο το νερό (Βγάλε έξω το τραπεζάκι κοπής και πρώτα καθάρισέ το με βρασμένο νερό) Σινασσ. -Τακαδόπ.