πικρίτσικος
(επίθ.)
πικρίσ̑κο
[piˈkriʃko]
Αξ.
Από το επίθ. πικρός και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικος.
Πολύ πικρός
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024