πίλωμα
(ουσ. ουδ.)
πίλωμα
[ˈpiloma]
Σινασσ.
Από το ρ. πιλώνω με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τέντωμα
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025