ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πίνακας (ουσ. αρσ.) πίνακας [ˈpinakas] Σίλ. πίνακα [ˈpinaka] Γούρδ., Ουλαγ., Φλογ. πίνεκα [ˈpineka] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. πίναξ = επιφάνεια γραφής. Η λ. από την λόγ. παράδ.
Σχολικός πίνακας ό.π.τ. : Δάσκαλος σ̑ήκωσεν το Παράσ̑' να γράψ' σον πίνακα και είπεν το να γράψει το άλφα (Ο δάσκαλος σήκωσε τον Παρασκευά να γράψει στον πίνακα και του είπε να γράψει το άλφα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812