ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πινίσι (ουσ. ουδ.) πινίσ' [piʹnis] Σινασσ., Φλογ. Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. biniş = είδος επίσημου μανδύα (Tietze 2016: λ. biniş II).
Είδος επίσημου πανωφοριού : Νεκκλησ̑ά είχεν ένα καβάδ', σα παπαδιού το φορά το πινίσ' βένετο πανί ηταν (Η εκκλησία είχε ένα καβάδι, ήταν φωτεινό μπλε σαν τα άμφια που φοράει ο παπάς) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Φόρωσαν και το πινίσι του κατά την ελικιά του (Του φόρεσαν και τον γαμήλιο χιτώνα, σύμφωνα με την ηλικία του) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361